αμουσία

αμουσία
η
1) невежественность, необразованность; 2) отсутствие вкуса, безвкусица

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αμουσία" в других словарях:

  • ἀμουσία — ἀμουσίᾱ , ἀμουσία want of education fem nom/voc/acc dual ἀμουσίᾱ , ἀμουσία want of education fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμουσίᾳ — ἀμουσίαι , ἀμουσία want of education fem nom/voc pl ἀμουσίᾱͅ , ἀμουσία want of education fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμουσία — η (Α ἀμουσία) [ἄμουσος] νεοελλ. έλλειψη μουσικού αισθήματος, αφιλομουσία αρχ. 1. έλλειψη παιδείας, καλλιέργειας, απαιδευσία, αμορφωσιά 2. έλλειψη μουσικής αρμονίας …   Dictionary of Greek

  • αμουσία — η απαιδευσία, ακαλαισθησία: Ήταν σ όλους γνωστός για την αμουσία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμουσίας — ἀμουσίᾱς , ἀμουσία want of education fem acc pl ἀμουσίᾱς , ἀμουσία want of education fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμουσίαν — ἀμουσίᾱν , ἀμουσία want of education fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμουσίη — ἀμουσία want of education fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Амузия — Амузия (от др. греч. ἀμουσία  непричастность музам)  утрата способности понимать или исполнять музыку, писать и читать ноты, возникающее при поражении височных отделов коры правого полушария (у правшей) за счет нарушения… …   Википедия

  • άμουσος — η, ο (AM ἄμουσος, ον) αυτός που δεν έχει μουσικό αίσθημα, ο αφιλόμουσος αρχ. 1. ο δίχως αίσθηση ή αγάπη για τις τέχνες, απαίδευτος, αμόρφωτος, άξεστος 2. αγενής, άσεμνος, χυδαίος 3. (για ήχους) ο μη αρμονικός, ο παράφωνος 4. (απρόσωπη φράση)… …   Dictionary of Greek

  • αλεξία — Μορφή αφασίας, κατά την οποία παρατηρείται αδυναμία ανάγνωσης και προφορικής έκφρασης λέξεων. Ονομάζεται και λεκτική τύφλωση και μπορεί να είναι μερική ή ολική, να συνδέεται δηλαδή με ορισμένα ή με όλα τα γράμματα. Η α. οφείλεται σε οργανικές… …   Dictionary of Greek

  • αμουσότητα — η (Μ ἀμουσότης) [ἄμουσος] η αμουσία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»